Χωρίς να χάσει χρόνο, το άλμπουμ βουτάει κατευθείαν βαθιά στο metal business με πολύ δυνατά heavy riffs. Υπάρχει μια γεύση και ένταση από Painkiller, αλλά χωρίς να είναι το ένα παράγωγο του άλλου. Αν μη τι άλλο θυμίζει περισσότερο το Resurrection του Halford.
Είναι αρκετά Heavy και ο Halford ακούγεται σε πολύ καλή φόρμα. Το “Lighting Strikes” κρατάει την ορμή με γεμάτα riff και δυνατά φωνητικά. Είναι πολύ πιασάρικο και ακούγεται σαν παραγωγή μιας πολύ νεότερης και φρέσκιας μπάντας.
Αυτό που κάνει το Firepower μια ευχάριστη έκπληξη είναι το πόσο σταθερά καλό είναι και το πλήθος των δυνατών σημείων σε όλο το άλμπουμ. Το «Never the Heroes” σε αρπάζει πραγματικά με το πρώτο γύρισμα και το νιώθεις μέσα στο πετσί σου. Θυμίζει έντονα την τελευταία δουλειά των Saxon και έχει μια απλή αλλά παραπλανητικά εθιστική μελωδία που πραγματικά σε κολλάει. Το “Rising From the Ruins” είναι το καλύτερο τραγούδι που έχει γράψει η μπάντα από το 1990, εμπνευσμένο από επαναστατικές επιρροές καθώς και vintage metal κόλπα και τρικ. Ο Halford τα δίνει όλα σε κάθε upbeat με ένα στυλ “defeat the world” με δυνατό chorus, ικανό να σε τσιτώσει και να σε οδηγήσει σε αρκετούς τσακωμούς. Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι αυτό είναι το ίδιο συγκρότημα που έβγαλε το Redeeme και η αποκάλυψη είναι ότι εξακολουθούν να έχουν την ίδια δύναμη και το ίδιο σθένος. Το “Spectre” είναι επίσης εντυπωσιακό, ωμό και πιασάρικο, με πολλά ωραία σημεία στην κιθάρα. Τα “Gate Traitor’s” και “Never Surrender” δείχνουν ότι οι Priest λειτουργούν στο ανώτερο επίπεδό τους τα τελευταία 30 χρόνια, δημιουργώντας σκληρό metal.
Το μόνο τραγούδι που σε κάνει να το θεωρείς περιττό είναι το προτελευταίο κομμάτι το “Lone Wolf”. Δεν είναι κακό, αλλά δεν ανταποκρίνεται στα πρότυπα του υπόλοιπου άλμπουμ και θα έπρεπε να έχει απορριφθεί. Δεδομένου ότι το άλμπουμ διαρκεί 58 και πλέον λεπτά, αυτό το είδος trimming φαίνεται λογικό. Ευτυχώς τα τραγούδια είναι όλα σχετικά σύντομα, 3-5 λεπτά, οπότε τα 58 λεπτά δεν φαίνονται πολλά. Η παραγωγή από τον Tom Allom είναι πολύ δυνατή, αλλά φαίνεται να ταιριάζει με αυτό το υλικό. Οι κιθάρες έχουν πολύ δύναμη και ο Rob τοποθετείται σωστά, αρκετά ψηλά στην μίξη.
Οι Glenn Tipton και Richie Faulkner εμπλούτισαν το άλμπουμ με βαριές κιθάρες και δυνατά riff, που μοιάζει περισσότερο με το πρώτο άλμπουμ των Fight παρά με το γνωστό στυλ των Judas Priest. Αυτό δίνει ένα πολύ πιο έντονο, σύγχρονο ήχο και η επιθετικότητα σίγουρα λειτουργεί ευνοώντας την μπάντα. Ο Rob Halford ακούγεται καλύτερα εδώ από ότι στο Redeemer, και παρόλο που παραμένει στο μέσο των δυνατοτήτων του σε μεγάλο μέρος του άλμπουμ, προσπαθεί να ανεβάσει το εύρος του αρκετά. Ακούγεται ιδιαίτερα ζωντανός και ισχυρός σε σημεία όπως το “Children of the Sun” και το “Traitor’s Gate”, και είναι φοβερό να τον ακούς πάλι να ουρλιάζει σαν δαιμονισμένος.